Ήταν το είδος του απογεύματος που έμοιαζε πολύ τέλειο για να αμφισβητηθεί: καθαρός ουρανός, ζεστός ήλιος και ένα απαλό αεράκι που μετέφερε τη μυρωδιά του κομμένου γρασιδιού μέσα από την ανοιχτή πόρτα της βεράντας. Η Λίζα καθόταν στα πίσω σκαλοπάτια, με το τσάι στο χέρι, με μισόκλειστα μάτια καθώς παρακολουθούσε τη Νίνα να τρέχει μέσα στο άγριο χωράφι με τις μαργαρίτες κοντά στον φράχτη. Το λευκό τρίχωμα της γατούλας έλαμπε στο φως του ήλιου, το κουδουνάκι της χτυπούσε αχνά καθώς έπεφτε πάνω σε ένα φύλλο που έτρεχε στον άνεμο.
Η Λίζα κοίταξε το τηλέφωνό της μόνο για μια στιγμή. Ένα νέο μήνυμα. Δεν πρόλαβε καν να το διαβάσει πριν κάτι στον αέρα μετακινηθεί. Το ένιωσε ανεπαίσθητο, λάθος. Το αεράκι έσβησε. Τα δέντρα θρόισαν απότομα. Η Λίζα σήκωσε το κεφάλι της. Η αυλή ήταν σιωπηλή. Πολύ σιωπηλή. Στάθηκε αργά, σκανάροντας το γρασίδι, τα παρτέρια, το σημείο κάτω από το δέντρο όπου πριν από δευτερόλεπτα είχε βρεθεί η Νίνα.
“Νίνα;” φώναξε, απαλά στην αρχή. Καμία απάντηση. Έκανε ένα βήμα μπροστά. “Γλυκιά μου;” Η σιωπή πίεσε. Ένα αχνό θρόισμα στη βούρτσα τράβηξε την προσοχή της, σαν κάτι να χτύπησε ένα κλαδί, αλλά δεν προέκυψε τίποτα. Κανένα κουδούνι. Ούτε κραυγή. Ούτε μια μικρή λευκή θολούρα που επέστρεφε στο προσκήνιο. Ο χώρος όπου μόλις είχε βρεθεί η Νίνα ήταν τώρα απλά… άδειος.