Καθόταν μόνη της, με ένα τσιγάρο στο χέρι, με τη μάσκαρα μουτζουρωμένη αλλά συγκροτημένη. Κάτι στην ηρεμία της έκοβε τον στατικό του ηλεκτρισμό. Πήγε κοντά της και μίλησαν σαν να γνωρίζονται χρόνια. Σε μια πόλη που δεν σταμάτησε ποτέ να περιστρέφεται, η Λούσι έγινε το κέντρο του. Η παύση του. Η ηρεμία του μέσα στην καταιγίδα.
Η Λούσι ήταν μαγνητική – μες στη βρώμα και την ορμή, αστεία και έντονη. Μπορούσε να μετατρέψει μια σακούλα από μπακάλικο σε μπουκέτο και να κάνει το διαμέρισμα στο στούντιο να μοιάζει με σκηνή από ταινία. Ο Τζάστιν δεν ήταν ποτέ φιλόδοξος, αλλά ξαφνικά, το να είσαι δικός της έμοιαζε αρκετό. Έκανε τη ζωή να μοιάζει γεμάτη.