Δίστασε, με το χέρι της να αιωρείται πάνω από τις σκονισμένες νιφάδες. Κάτι σ’ αυτό το σημείο της φάνηκε… παράξενο. Εκτός τόπου και χρόνου. Αναστέναξε και άρχισε να τραβάει το άχυρο χώρια. Ήταν πιο βαρύ απ’ ό,τι φαινόταν, συσσωρευμένο και υγρό στο κέντρο. Δούλεψε γρήγορα, τινάζοντας τα γάντια της, με τη σκόνη να σηκώνεται γύρω της σαν καπνός.
Μετά από αρκετά λεπτά σκαψίματος, οι αρθρώσεις των δαχτύλων της έξυσαν κάτι στερεό. Πάγωσε. Μετά παραμέρισε κι άλλο σανό. Ξύλο. Μια σανίδα-παλιά, φθαρμένη από τις καιρικές συνθήκες, με ένα μεταλλικό δαχτυλίδι βιδωμένο στο κέντρο. Μια καταπακτή. Η καρδιά της πήδηξε.