Η Άσλεϊ θυμήθηκε όταν ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε, επτά χρόνια νωρίτερα, όταν δούλευε την πρώτη της δουλειά και ζούσε τη δική της ζωή. Θυμόταν να στέκεται στη μικρή τελετή, ευγενική και επιφυλακτική, χωρίς να είναι σίγουρη για το πού ταίριαζε τώρα, και να βλέπει τον πατέρα της, τον Κάλβιν, να δείχνει και πάλι ευτυχισμένος.
Η δική της ανάγκη της Άσλεϊ για μια μητέρα είχε περάσει προ πολλού. Υπέθεσε ότι το να τα πάει καλά με τη μητριά της θα ήταν εύκολο. Ήταν όλοι ενήλικες και αυτό θα έπρεπε να κάνει τα πράγματα πιο απλά, αλλά δεν ήταν έτσι. Αντ’ αυτού, όλα έμοιαζαν προσεκτικά και συγκρατημένα, σαν κάθε αλληλεπίδραση να απαιτούσε αόρατους κανόνες που κανείς δεν εξηγούσε ποτέ.