Η Ρόουζ δεν ήξερε τι να πιστέψει πια. Παραφυσικό ή όχι, υπήρχε κάτι σε εκείνο το σπίτι που αψηφούσε τη λογική. Για ένα πράγμα όμως ήταν σίγουρη: δεν θα ζούσε έτσι-τρομαγμένη, αμφισβητώντας τον εαυτό της, τρέμοντας τις σκιές. Ό,τι κι αν ήταν αυτό, θα τελείωνε. Θα το σιγουρευόταν.
Ο μηχανικός εγκέφαλός της ενεργοποιήθηκε σαν μυϊκή μνήμη. Ο φόβος δεν ήταν χρήσιμος. Τα δεδομένα ήταν. Αν ήθελε απαντήσεις, θα χρειαζόταν αποδείξεις – ψυχρές, μετρήσιμες, με χρονοσήμανση. Αν αυτά έδειχναν εισβολείς, θα καλούσε την αστυνομία. Αν έδειχναν κάτι άλλο… θα καλούσε τον μεσίτη και θα υπέβαλε μια γερή μήνυση. Όπως και να ‘χει, δεν θα άφηνε την ησυχία της να καταπατηθεί έτσι.