Βασιζόταν στους μαθητές – σε όσους συγκινούνταν από τα πλαδαρά της αυτιά ή τα μεγάλα της μάτια – για να της δώσουν ένα μπισκότο ή μια κρούστα. Μια στο τόσο, κάποιος της έδινε μέρος από ένα σάντουιτς. Σιγά σιγά, έγινε μέρος του σκηνικού: ένα ήσυχο μικρό πλάσμα που κουλουριάστηκε κοντά στο μαγαζί που βούιζε, πολύ ευγενικό για να ζητιανέψει.
Τότε, ένα απόγευμα αργά το φθινόπωρο, κάτι άλλαξε. Ο Πέδρο σήκωσε το βλέμμα του από το τσιγαριστό ταψί και είδε τη Λόλα -όχι πια απλά να αράζει κοντά- να στέκεται στην ουρά μαζί με τους υπόλοιπους μαθητές. Κρατούσε απαλά ένα πράσινο φύλλο στο στόμα της, περιμένοντας πίσω από ένα ψηλό αγόρι με σακίδιο.