Ήταν πάντα ο ίδιος: συρμάτινος, σκονισμένος, με πατούσες γεμάτες χώμα. Άλλα αδέσποτα τριγυρνούσαν στα σοκάκια, αλλά αυτό εδώ είχε κολλήσει σε ένα μόνο σημείο κοντά στην πλαγιά, σκάβοντας με ακούραστη σπουδή. Από την αυγή μέχρι το σούρουπο, έσκαβε το χώμα σαν να μην είχε σημασία τίποτα άλλο.
Στην αρχή ο Ίθαν το απέρριψε ως μια ιδιοτροπία των αδέσποτων σκύλων. Αλλά η επιμονή του τον ενοχλούσε. Έντεκα ώρες μέσα σε μια μέρα το είχε δει να δουλεύει – το τρίχωμα υγρό από τον ιδρώτα, τα πλευρά του να τρέμουν, τα μάτια του κλειδωμένα στο έδαφος σαν ανθρακωρύχος που φυλάει θησαυρό. Κάτι σ’ αυτό τον αναστάτωσε.