Ο Eli στεκόταν στην άκρη του χωραφιού του, με τις μπότες του χωμένες στο μαλακό, κατεστραμμένο χώμα. Βαθιά ίχνη από λάστιχα διέσχιζαν τις καλλιέργειές του σαν σημάδια, φρέσκα και σκόπιμα. Δεν ήταν πια απλά απροσεξία – ήταν ασέβεια. Οι γροθιές του έσφιξαν στα πλευρά του. Είχαν περάσει ένα όριο. Και τώρα, κάτι έπρεπε να γίνει.
Κοίταξε τα θρυμματισμένα στελέχη του νεαρού καλαμποκιού του, τον σπασμένο σωλήνα άρδευσης, το λάστιχο που ήταν ακόμα σφηνωμένο μισή ίντσα μέσα στο παρτέρι της γυναίκας του. Η καρδιά του χτύπησε – όχι από οργή, αλλά από μια ψυχρή, υφέρπουσα βεβαιότητα. Είχε δοκιμάσει τα σημάδια. Προσπάθησε να ρωτήσει. Κανείς δεν είχε ακούσει. Αλλά τώρα θα το έκαναν.
Με την ανατολή του ήλιου το επόμενο πρωί, ο Ιλάι θα ήταν πάλι στο χωράφι του. Όχι για να παρακαλέσει. Όχι για να διαμαρτυρηθεί. Αλλά για να πάρει πίσω αυτό που του ανήκε – με ήρεμη αποφασιστικότητα, σιδερένια αποφασιστικότητα και ένα σχέδιο τόσο ασήμαντο, τόσο τέλειο, που θα μπορούσε να αποκαταστήσει την ειρήνη που είχε χάσει.