Αυτό ήταν το σημείο που του είχε μείνει -όχι τα αυτοκίνητα, όχι ο θόρυβος, ούτε καν οι πινακίδες που γκρεμίζονταν. Ήταν η απροσεξία. Πάντα πίστευε ότι οι άνθρωποι μπορεί να μην είναι από τη φύση τους καλοί, αλλά μπορούσαν τουλάχιστον να είναι διακριτικοί.
Δεν επρόκειτο για πεινασμένες οικογένειες που αναζητούσαν καταφύγιο – ήταν αγοραστές που δεν μπορούσαν να μπουν στον κόπο να περπατήσουν τριάντα δευτερόλεπτα παραπάνω. Στις 8:00 π.μ. άκουσε τις πρώτες μηχανές να φτάνουν. Ένα, μετά τρία, μετά έξι οχήματα μπήκαν στο νότιο χωράφι του σαν να είχαν κάθε δικαίωμα. Οι άνθρωποι στάθμευαν σε ακατάστατες σειρές, οι μηχανές ψυχορραγούσαν καθώς οι ιδιοκτήτες τους εξαφανίζονταν στο SilverMart.