Την αγνόησε, κατάπιε τον καφέ του και έφυγε από το καφενείο μετά από λίγα μόλις λεπτά. Έξω, η νύχτα ήταν ακόμα πιο κρύα. Περπάτησε στο στενό δρόμο προς το σπίτι του, με τους ώμους του σκληρούς, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά στο μυαλό του τη συνάντηση. Αυτή η σκιά, τόσο ευθεία, τόσο σκόπιμη. Εκείνη η φουσκοθαλασσιά, που ανέβαινε με ακρίβεια αντί για χάος. Και πάνω απ’ όλα, αυτό το βουητό.
Δεν ήταν ένα τραγούδι σαν αυτό που έκαναν οι φάλαινες, χωρίς άνοδο και πτώση, χωρίς στοιχειωμένες νότες που λύγιζαν και τεντώνονταν. Ήταν επίπεδο, ακλόνητο, σαν κάτι που τριβόταν βαθιά μέσα στη γη. Τότε είχε πει στον εαυτό του ότι ήταν αναπνοή, κάποιο τεράστιο ζώο που έσπρωχνε αέρα μέσα από το σώμα του, αλλά όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο λιγότερο ταίριαζε. Κανένα πλάσμα δεν κινούνταν με τέτοια κανονικότητα.