Ο Άλαν στεκόταν εκεί μέσα στο υπόστεγο, με την αναπνοή του να θολώνει από το τσουχτερό κρύο. Το μικρό ελάφι βρισκόταν πεσμένο στο πάτωμα, με τα μάτια μισόκλειστα και το σώμα ακίνητο, με την προηγούμενη αποφασιστικότητά του να έχει πλέον αντικατασταθεί από την απόλυτη εξάντληση.
Οι σφυγμοί του Άλαν επιταχύνθηκαν- το ελαφάκι βρισκόταν εκεί στο πάτωμα στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Γονάτισε δίπλα στο ελάφι, τα χέρια του έτρεμαν καθώς έλεγχε απαλά για σημεία ζωής. Η αναπνοή του μωρού ήταν ρηχή, το σώμα του αδύναμο και δεν ανταποκρινόταν.