Μισή ώρα αργότερα, ο εκνευρισμός αντικατέστησε τη διασκέδαση. “Αλήθεια;” μουρμούρισε. “Και τώρα σιωπάει για μένα;” Την κάλεσε μία, δύο και μετά δέκα φορές. Πήγε κατευθείαν στον τηλεφωνητή. Τη φαντάστηκε να κατσουφιάζει, να κάνει κάτι. Σχεδόν θαύμαζε την περιφρόνηση. Τότε κάτι πιο ψυχρό άρχισε να κινείται κάτω από την ενόχλησή του.
Γύρισε το αυτοκίνητο. Ο αυτοκινητόδρομος απλωνόταν άδειος και προς τις δύο κατευθύνσεις, η καταιγίδα αραιωνόταν σε ομίχλη. Κάθε μίλι πίσω του φαινόταν μεγαλύτερο απ’ ό,τι θα έπρεπε. Είπε στον εαυτό του ότι θα ήταν εκεί, περιμένοντας, με σταυρωμένα χέρια, έτοιμη να του φωνάξει. Έκανε πρόβα τη συγγνώμη που δεν θα εννοούσε ποτέ.