Ένα απόγευμα, τα χαλάκια που είχε καθαρίσει και είχε αφήσει έξω να στεγνώσουν, πετάχτηκαν απρόσεκτα στη λακκούβα του κήπου. Η Μανόλια έσκυψε με λεπτεπίλεπτα χέρια και τα μάζεψε. Έριξε μια ματιά στην απέναντι πλευρά του δρόμου και είδε δύο αγόρια να τρέχουν. Χαμογέλασε έντονα, φωνάζοντας: “Σας ευχαριστώ ευγενικά, αγαπητοί μου, που δεν πατήσατε τα τριαντάφυλλα μου” Εκείνα σταμάτησαν και συνοφρυώθηκαν, μπερδεμένα.
Η Μανόλια ήταν πάντα καλή φουρνάρισσα. Έψηνε συχνά κέικ και ψωμί. Στα γλέντια της γειτονιάς, οι πίτες της εξαφανίζονταν πρώτες. Τα παιδιά που την είχαν επισκεφτεί θυμόντουσαν τρία πράγματα για εκείνη: τη μυρωδιά της κανέλας που έφευγε από τον φράχτη, τον τρόπο που σου τσίμπαγε το μάγουλο όταν σε επισκεπτόταν και το ζεστό της χαμόγελο.