Λίγο αργότερα, όμως, διαπίστωσε ότι το κέφι είχε εξατμιστεί. Τα αγόρια φώναζαν το μικρό αγενή παρατσούκλια και εκείνο έδειχνε αβοήθητο και ταλαιπωρημένο. Το μικροσκοπικό, τσαλακωμένο πρόσωπό του θα έπρεπε να ήταν το σύνθημα για να σταματήσουν, αλλά οι νταήδες συνέχισαν. Μόλις αποφάσισε να παρέμβει, το αγοράκι έφυγε τρέχοντας, με δάκρυα να τρέχουν στο πρόσωπό του.
Η Μανόλια παρακολουθούσε για λίγο ακόμα, για να βεβαιωθεί ότι κανένα από τα μεγαλύτερα αγόρια δεν τον ακολούθησε. Στη συνέχεια έκλεισε το παράθυρο, βαθιά σκεπτόμενη. Ξαφνικά, δεν αφορούσε πια μόνο τον εαυτό της. Συνειδητοποίησε ότι αν άφηνε τα πράγματα να κυλήσουν, αυτά τα αγόρια θα μπορούσαν να προκαλέσουν πολύ κακό στην προσπάθειά τους να γίνουν “κουλ”.