Εκείνη, εν τω μεταξύ, τους παρακολουθούσε στενά. Παρακολουθούσε τις διαδρομές τους – σε ποιο δρομάκι έτρεχαν προς τα κάτω και ποιος από αυτούς είπε τι σε ποιον. Είδε ότι καυχιόντουσαν περισσότερο όταν υπήρχε κάμερα, και ότι το φαινομενικά πιο γενναίο αγόρι ανοιγόκλεινε πολύ τα μάτια του όταν έλεγε ψέματα. Η πληροφόρηση καρύκευε την υπομονή της.
Ένα βράδυ, έγραψαν με κιμωλία μια άσεμνη εικόνα στο μπροστινό της παράθυρο και άφησαν μια παλιά, άδεια μπαταρία στην κολυμπήθρα των πουλιών της, με το λιπαρό ουράνιο τόξο να απλώνεται μέσα της σαν κακή διάθεση. Σκούπισε το ποτήρι της κυκλικά, αργά και σιωπηλά. Όταν ένας γείτονας προσέφερε συμπόνια, η Μανόλια είπε μόνο “Μμμ”, όπως μουρμουρίζει ένας βραστήρας πριν βράσει.