Τις επόμενες νύχτες, η Έλεν δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου. Κάθε πρωί, έσπευδε να ελέγξει το υλικό, μόνο και μόνο για να βρει ως επί το πλείστον μόνο τη βροχή να παρασύρεται από το φως της λάμπας, τα φύλλα να τρέμουν από τον άνεμο και αδέσποτες γάτες να τρέχουν ανάμεσα στις ταφόπλακες. Η απογοήτευσή της αυξανόταν. Ίσως όποιος κι αν ήταν σταμάτησε, αισθανόμενος ότι τον παρακολουθούσαν.
Την τέταρτη νύχτα, η κούραση έσβησε την ελπίδα της. Παραλίγο να μην ελέγξει καθόλου την κάμερα, μέχρι που είδε την ειδοποίηση που αναβόσβηνε: ανιχνεύτηκε κίνηση στις 2:37 π.μ. Οι σφυγμοί της ανέβηκαν στα ύψη. Η Έλεν έπιασε τα κουμπιά, τα χέρια της ήταν αδέξια, η ανάσα της κόπηκε καθώς η οθόνη ζωντάνευε.