Είχε αρπάξει τον Ντάνιελ – τον είχε τραβήξει μακριά από το άμεσο μονοπάτι της χιονοστιβάδας. Ο λύκος τον είχε σώσει. Και πάλι. Η συνειδητοποίηση χτύπησε σαν σφυρί στο στήθος. Παρ’ όλα αυτά -τα χρόνια που τους χώριζαν, το χάσμα ανάμεσα στους κόσμους τους- ο Σκιάς τον θυμόταν ακόμα!
Για μια μεγάλη στιγμή, κανένας από τους δύο δεν κουνήθηκε. Ο μόνος ήχος ήταν ο άνεμος που θρόιζε στα πεύκα, μεταφέροντας τα τελευταία απομεινάρια της καταιγίδας μακριά. Τα χρυσά μάτια της Σκιάς συνάντησαν τα δικά του, δυσανάγνωστα αλλά γεμάτα από κάτι έντονο, κάτι ανείπωτο.