Το να προσλάβει έναν ξένο μέσω μιας υπηρεσίας το ένιωθε απερίσκεπτο. Η σκέψη άγνωστων χεριών που έπαιζαν με τους κωδικούς του συναγερμού ή που τριγυρνούσαν σε ιδιωτικά δωμάτια έκανε το στομάχι του να σφίγγεται. Αν έπρεπε να εμπιστευτεί κάποιον, ίσως απρόθυμα, θα ήταν άνθρωποι που τουλάχιστον καταλάβαιναν την ιστορία του σπιτιού.
Γι’ αυτό του ήρθαν αμέσως στο μυαλό η θεία του και ο θείος του. Έμεναν κοντά και γνώριζαν το σπίτι, έστω και μόνο από τεταμένες οικογενειακές συγκεντρώσεις τα προηγούμενα χρόνια. Για έναν συνεσταλμένο άνθρωπο σαν κι αυτόν, το να τους καλέσει δεν ήταν η πρώτη του επιλογή, αλλά του φαινόταν πιο εύκολο από το να ρισκάρει έναν ξένο ή να ενοχλήσει τους γείτονες με την ευθύνη.