Καθώς οι πενθούντες απομακρύνονταν και το προαύλιο της εκκλησίας άδειαζε, βρέθηκε να στέκεται μπροστά στο φέρετρο περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, με το χέρι της να ακουμπά στο ξύλο. Δεν προσευχήθηκε, δεν μίλησε δυνατά. Σκέφτηκε μόνο όλες τις ερωτήσεις που κουβαλούσε από την παιδική της ηλικία, τις ερωτήσεις που του είχε προσφέρει τις τελευταίες μέρες του, τις ερωτήσεις που εκείνος είχε απορρίψει.
Δεν θα απαντούνταν ποτέ, τουλάχιστον όχι από εκείνον. Οι μέρες που ακολούθησαν θόλωσαν σε μια ομίχλη από χαρτιά και συλλυπητήρια. Οι γείτονες περνούσαν με κατσαρόλες, με τις φωνές τους γεμάτες αμήχανη συμπάθεια, ενώ η νοσοκόμα του ξενώνα της υπενθύμιζε να πίνει νερό και να κοιμάται.