Η Ελίζ και ο Ντάνιελ ήρθαν για λίγο να βοηθήσουν να τακτοποιηθούν οι διατυπώσεις, με τα πρόσωπά τους σφιγμένα από την αποτελεσματικότητα των ανθρώπων που ήθελαν το πένθος να προγραμματιστεί σε τακτοποιημένες ώρες πριν επιστρέψουν στις δικές τους ζωές. Έπεσε στη Μίριαμ να αποφασίσει τι θα κάνει με τα πράγματα του πατέρα τους. Η Ελίζ παραδέχτηκε ότι δεν άντεχε να τα κοσκινίσει- ο Ντάνιελ, πάντα ρεαλιστής, είπε: “Απλώς δώρισε ή πούλα ό,τι δεν θέλεις”
Γι’ αυτούς, το σπίτι ήταν πλέον κάτι περισσότερο από ένα κέλυφος, οι αναμνήσεις του ήταν πολύ έντονες για να παραμείνουν μέσα σε αυτό. Η Μίριαμ δεν μπορούσε να κινηθεί τόσο ωμά. Κάθε δωμάτιο βούιζε από απουσία αλλά και από μυστικά. Η πολυθρόνα μύριζε ακόμα την αμυδρή μυρωδιά του καπνού, ένα σταυρόλεξο βρισκόταν μισοτελειωμένο δίπλα στη λάμπα και οι παντόφλες ήταν τακτοποιημένες κάτω από το κρεβάτι, σαν να μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ξαναμπεί μέσα.