Τα μάτια της έμειναν καρφωμένα στη λέξη σαν να μπορούσε να αναδιαμορφωθεί σε κάτι λιγότερο δυσοίωνο. Ρουθ. Όσο περισσότερο την κοιτούσε, τόσο περισσότερο έμοιαζε να επεκτείνεται, γεμίζοντας τη σοφίτα με πιθανότητες που δεν ήθελε να κατονομάσει. Ένα ρίγος πανικού την διαπέρασε. Κι αν η Ρουθ ήταν κάποια άλλη στη ζωή του- μια γυναίκα που είχε αγαπήσει κρυφά
Κι αν ο πατέρας της είχε συνάψει δεσμό και αυτή η σοφίτα ήταν η κρυψώνα του Η σκέψη αυτή έκανε το στομάχι της Μίριαμ να σφίγγεται. Ακολούθησαν πιο σκοτεινές ερωτήσεις. Τι κι αν η Ρουθ ήταν κάτι περισσότερο από εραστής Κι αν ήταν οικογένεια, αίμα Κι αν η ίδια η Μίριαμ δεν ήταν καθόλου κόρη του πατέρα της, αλλά προϊόν κάποιου κρυφού παρελθόντος