Το καπάκι ανασηκώθηκε με έναν αναστεναγμό σκόνης, και μέσα βρισκόταν ένα τακτοποιημένο δέμα από φωτογραφίες δεμένες με μια ξεθωριασμένη κορδέλα. Η Μίριαμ έβγαλε μία και πάγωσε. Μια γυναίκα την κοίταξε: σκούρα μάτια, κοφτερά ζυγωματικά, ένα στόμα που γέρνει με το ίδιο μισοχαμόγελο που η Μίριαμ έβλεπε στον καθρέφτη σε όλη της τη ζωή. Η ομοιότητα ήταν αναμφισβήτητη, τόσο ακριβής που την αναστάτωσε.
Ήταν σαν να κοιτούσε ένα είδωλο που μεταφέρθηκε μέσα από δεκαετίες. Η μία φωτογραφία μετά την άλλη αποκάλυπτε την ίδια γυναίκα σε διαφορετικές πόζες: όρθια σε μια βεράντα με ένα βιβλίο στην αγκαλιά της, καθισμένη σε ένα γαμήλιο τραπέζι με το βλέμμα ελαφρώς στραμμένο αλλού, τυλιγμένη σε ένα παλτό στην άκρη του νερού. Κάθε εικόνα είχε την ίδια επιβλητική παρουσία.