Ξεφύλλισε μερικές ακόμα σελίδες, οι καταχωρίσεις πηδούσαν χρόνια και μετά γύριζαν πίσω, σαν να μην μπορούσε να σταματήσει να ξανανοίγει την ίδια πληγή. Μια συγκεκριμένη έκανε το στήθος της να σφίξει. Εκείνη η μέρα στη λίμνη θα μου μείνει. Η Μίριαμ τσακωνόταν για κάποιο κόμπο, πεισματάρα με έναν τρόπο που έκοβε βαθύτερα απ’ ό,τι έπρεπε.
Ήταν ο τόνος της- οξύς, επίμονος, και για μια στιγμή άκουσα τη φωνή της μητέρας μου αντί για τη δική της. Τις ίδιες διορθώσεις, την ίδια βεβαιότητα ότι δεν ήμουν ποτέ αρκετή. Είδα τη Ρουθ μέσα της, καθαρά σαν να στεκόταν πάλι εκεί, και δεν μπόρεσα να σταματήσω τον εαυτό μου. Έσπρωξα τη Μίριαμ μακριά. Και από τότε, κάθε ματιά ήταν η ίδια.