Ο Ντάνιελ Ριντ έτρεχε με αναθυμιάσεις εδώ και εβδομάδες. Όχι το είδος της κούρασης που εξαφανίζεται μετά από ένα σαββατοκύριακο ρεπό, αλλά η βαθιά, τριβελώδης κούραση που εισχωρεί στα κόκαλά σου. Το είδος που έκανε τους κροτάφους του να πονάνε πριν το πρωινό και την υπομονή του να εξαντλείται μέχρι το μεσημέρι. Δεν ήταν απλώς κουρασμένος – είχε τελειώσει.
Στα τριάντα εννέα του, ο Ντάνιελ είχε φτιάξει μια αξιοπρεπή ζωή στο μάρκετινγκ. Δεν ήταν φανταχτερός. Δεν έπαιζε γκολφ με αντιπροέδρους ή κάτι άλλο φανταχτερό. Απλά δούλευε – πιο σκληρά από τους περισσότερους, πιο πολύ από τους περισσότερους – και κρατούσε το κεφάλι του κάτω. Και αυτό ήταν που τον έκανε τόσο καλό στη δουλειά του.