Η νοσοκόμα την έριξε πάλι κάτω. “Καμία κίνηση ακόμα”, είπε απαλά. “Αφήστε το σώμα σας να συνέλθει” Τα βλέφαρα της Μάγια ανοιγόκλεισαν. Ο λαιμός της ήταν στεγνός, η πλευρά της πονούσε. “Έιντεν;” ξεφούρνισε. “Είναι κι αυτός στην ανάνηψη”, απάντησε η νοσοκόμα. “Σε διαφορετική πτέρυγα. Αλλά όλα κύλησαν ομαλά – και για τους δυο σας”
Η Μάγια έπεφτε και έπεφτε στον ύπνο εκείνη την πρώτη μέρα, παρηγορούμενη από την ιδέα ότι ήταν κοντά της. Τον φανταζόταν λίγους διαδρόμους πιο πέρα, ίσως να παρακολουθούσε το ίδιο ταβάνι, ίσως να ρωτούσε κι αυτός για εκείνη. Σίγουρα θα την επισκεπτόταν. Μόλις τον άφηναν.