Η Κιάρα κάλυψε το στόμα της. Τα γόνατά της παραλίγο να λυγίσουν. “Νόμιζα-νόμιζα ότι κάποιος τον είχε αρπάξει” Ψιθύρισε τις λέξεις σαν προσευχή που πήγε στράφι. “Νόμιζα ότι τον είχαν πάρει” Η Ντέιζι συνάντησε τα μάτια της. “Ποτέ δεν μάθαμε ποιος ήταν. Αλλά ποτέ δεν σταματήσαμε να τον αγαπάμε σαν να ήταν δικός μας”
Ο Λούκας δεν είπε τίποτα. Το δωμάτιο ένιωθε σαν να είχε γυρίσει ανάποδα. Το πάτωμα θα μπορούσε κάλλιστα να είχε λυγίσει. Ολόκληρη η ζωή του -τα θεμέλιά του- ήταν ξαφνικά φτιαγμένη από τη θλίψη κάποιου άλλου. Ήταν το θαύμα κάποιου και η τραγωδία κάποιου άλλου. Και οι δύο αλήθειες συγκρούονταν στη μέση του στήθους του σαν αστέρια.