Από την τρίτη μέρα στο πλοίο, είχε γίνει ρουτίνα. Ο Λούκας περίμενε τα σημάδια ενός νέου καβγά -υψωμένες φωνές, αναστεναγμούς, απότομες σιωπές- και εξαφανιζόταν. Η Λούσι θα περίμενε ήδη με τα παιχνίδια της, και μαζί θα ξέφευγαν από το θόρυβο και τους καβγάδες.
Ο Τζέιμς και η Κιάρα μόλις που το πρόσεξαν. Ήταν πολύ απασχολημένοι με το να επανεξετάζουν παλιές πληγές με νέα μανία. Εκείνο το πρωί της Πέμπτης, το μενού του πρωινού ήταν αυτό που τους πυροδότησε. Ο Τζέιμς ήθελε να δοκιμάσει την πιατέλα γευσιγνωσίας του σεφ. Η Κιάρα γούρλωσε τα μάτια και το αποκάλεσε επιτηδευμένο. Και οι σπίθες πετάχτηκαν ξανά.