Ο Κέιλεμπ εξέπνευσε με ανακούφιση, νομίζοντας ότι επιτέλους έφευγε. Έκανε ένα βήμα προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς το σπίτι. Ο θαλάσσιος ίππος σταμάτησε. Έβγαλε ένα απότομο, γαυγιστικό γρύλισμα, αρκετά δυνατό για να κάνει τον Κέιλεμπ να ανατριχιάσει. Πάγωσε στη μέση του βήματος και κοίταξε πίσω.
Ο θαλάσσιος ίππος τον κοίταξε ξανά, με χαμηλό κεφάλι και χαυλιόδοντες που έλαμπαν. Φύσηξε μια φορά και συνέχισε να σέρνεται προς τα εμπρός -ακόμα προς τα δυτικά- σέρνοντας το σώμα του στο χιόνι σαν να είχε κάπου να πάει. Ο Κέιλεμπ δίστασε.