Ο Άρθουρ στεκόταν στην άκρη, κρατώντας το κοντάρι της σκούπας σαν ραβδί. Είπε ξανά στον εαυτό του ότι ήταν απαραίτητο. Ότι είχε προειδοποιήσει. Ότι είχε κάνει ό,τι μπορούσε να κάνει ένας λογικός άνθρωπος. Παρόλα αυτά, το στομάχι του συσπάστηκε.
Μπορούσε να τους φανταστεί να γλιστρούν πάλι μέσα, αμέριμνοι και γελώντας, αγνοώντας τι θα τους έπαιρνε το νερό. Οι ώρες περνούσαν αργά. Ο Άρθουρ έπιανε τον εαυτό του να κοιτάζει έξω από το παράθυρο κάθε φορά που έμπαινε μέσα, χωρίς να μπορεί να συγκεντρωθεί στο βιβλίο που ήταν ανοιχτό στην αγκαλιά του ή στο τσάι που κρύωνε δίπλα στην καρέκλα του.