Η Μάγια στάθηκε στο παράθυρο, με την αντανάκλασή της χλωμή στο τζάμι. Ο σκύλος ήταν ακόμα εκεί έξω – μουσκεμένος, τρέμοντας, παγιδευμένος. Το στήθος της πονούσε. Όλη αυτή η προσπάθεια και τίποτα δεν είχε αλλάξει. Είχε προσπαθήσει. Κι όμως, το πόδι ήταν ακόμα πιασμένο. Η εξυπνάδα της δεν ήταν αρκετή. Είχε αποτύχει.
Τα χέρια της έσφιξαν στα πλευρά της. Είχε πιστέψει ότι το σχέδιο ήταν σταθερό, ήταν μάλιστα και λίγο περήφανη γι’ αυτό – μέχρι που ξετυλίχτηκε σαν το παιχνίδι-κούνελο στο στόμα του σκύλου. Η καταιγίδα επιδεινωνόταν. Κι αυτή ήταν εδώ, στεγνή, άχρηστη, να παρακολουθεί κάτι να υποφέρει ενώ δεν έκανε τίποτα. Ήταν ανυπόφορο.