Στην αρχή, η Μάγια το θεώρησε γλυκό. Μετά παρατήρησε ότι δεν ανοιγόκλεινε σχεδόν καθόλου τα μάτια του εκείνες τις στιγμές. Ήταν σαν να μετρούσε κάτι που μόνο εκείνος μπορούσε να ακούσει. Μερικές φορές, όταν η Λίλι κοιμόταν, σήκωνε το κεφάλι του ξαφνικά, σε εγρήγορση, και κοιτούσε το στήθος της μέχρι να ηρεμήσει ο ρυθμός της αναπνοής της.
Ένα θυελλώδες απόγευμα, τα φώτα τρεμόπαιξαν στον θάλαμο. Οι γεννήτριες έκτακτης ανάγκης βούιζαν, αλλά για λίγο – πολύ λίγο – οι οθόνες μαύρισαν. Ο Μάιλο άρχισε να γαβγίζει άγρια, με τα νύχια του να γδέρνουν το πλακάκι. Οι κραυγές του διαπέρασαν την καταιγίδα, την ώρα που η Λίλι πάσχιζε να πάρει αέρα.