Οι προετοιμασίες άρχισαν σαν ανοιξιάτικη καθαριότητα. Το άρωμα αποσύρθηκε. Εκείνος πρότεινε ένα ανοιχτό λιλά φόρεμα – “η απαλότητα είναι χάρη”- και μικρότερες μερίδες “για να νιώθεις ελαφριά” Τον άφησε να διαλέξει το δώρο του φούρνου, γιατί η επιλογή γινόταν πιο εύκολη όταν κάποιος άλλος έπαιρνε αποφάσεις για σένα. Παρακολουθούσε την κορδέλα να ισιώνεται στην τελειότητα.
Εξασκήθηκαν στο γεια της: οι λέξεις, παύση- τα χέρια ορατά, οι ώμοι ίσιοι. “Όχι πολύ φωτεινό, ούτε πολύ απαλό”, επανέλαβε, η Χρυσομαλλούσα των χαιρετισμών. Δοκίμασε εκδοχές του εαυτού της στον καθρέφτη, μέχρι που όλες ακούγονταν σαν ανακοινώσεις δημόσιας υπηρεσίας. Εκείνος χαμογέλασε. Εκείνη έκρυψε έναν αναστεναγμό πίσω από αυτό.