Ο Σαμ και ο Μπράιαν ήταν ακόμα στο σπίτι. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να φύγει. Πήγε όμως έτσι κι αλλιώς. Μέσα, ήταν στην κουζίνα, έπιναν ποτά και γελούσαν με κάτι στο τηλέφωνο του Μπράιαν. Η μυρωδιά της ψητής μπριζόλας και του ψητού σκόρδου τη χτύπησε σαν κύμα.
Κανείς δεν της είχε προσφέρει δείπνο. Κανείς δεν είχε καν τηλεφωνήσει. Ο Μπράιαν σήκωσε το βλέμμα του. “Κοίτα ποιος ήρθε” Η Σαμ αναπνέει. “Κλερ, έκανες φίλους εκεί μέσα;” Η Κλερ κατάφερε να χαμογελάσει σφιγμένα. “Βασικά, το καθάριζα. Προσπαθώ να το κάνω αξιοποιήσιμο” “Αυτή η χωματερή;” Ο Σαμ γέλασε. “Καλή τύχη να προσπαθήσεις να κάνεις αυτό το μέρος να φαίνεται καλύτερο” Ο Μπράιαν σήκωσε το ποτήρι του.