Το σπίτι μύριζε υγρό ξύλο και παλιό χαρτί. Ακόμα και πριν γυρίσει το κλειδί, η μυρωδιά βρήκε το δρόμο της μέσα από τις ρωγμές στο πλαίσιο της πόρτας, σέρνεται στο λαιμό της σαν κάτι οικείο αλλά για καιρό ανείπωτο.
Η Ελίζ δίστασε στη βεράντα, με τα δάχτυλα τυλιγμένα γύρω από το κλειδί, με την αναπνοή της ορατή στην πρώιμη ανοιξιάτικη ψύχρα. Η πόλη δεν είχε αλλάξει πολύ τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Τα ίδια κρεμασμένα καλώδια της ΔΕΗ, το ίδιο κλειστό βιβλιοπωλείο στη γωνία.