Δεν μιλούσαν σχεδόν καθόλου για το υπόλοιπο απόγευμα. Έφτιαξε τσάι. Εκείνος το ήπιε σαν να ήταν προσφορά ειρήνης. Απέφευγαν την οπτική επαφή μέχρι η σιωπή να γίνει ανεκτή. Γύρω στο σούρουπο, στάθηκε ξανά στο κάτω μέρος της σκάλας της σοφίτας, με το κλειδί στο χέρι.
Εκείνος την ακολούθησε χωρίς να ρωτήσει. “Πραγματικά θα το κάνεις;” ρώτησε. “Νομίζω πως ναι” Ο Μάικλ κοίταξε το κλειδί που κρατούσε, ήθελε να είναι αυτός που θα άνοιγε το λουκέτο. “Σε πειράζει να…;” Εκείνη έγνεψε. Δεν την ευχαρίστησε.