Ο θείος της της απαγόρευσε να μπει στη σοφίτα – μετά το θάνατό του, αυτό που βρίσκει αλλάζει τα πάντα

Στα δεκατέσσερα, είχε προσπαθήσει ξανά, κάνοντας πλάκα: “Τι, κρατάτε πτώματα εκεί πάνω;” Εκείνος την είχε κοιτάξει επίμονα για μια μεγάλη στιγμή και μετά απομακρύνθηκε. Έτσι πήγαιναν οι περισσότεροι καυγάδες τους: εκείνος υποχωρούσε στη σιωπή, κι εκείνη καθόταν σ’ αυτήν.

Δεν ξαναρώτησε ποτέ. Τα τελευταία δύο χρόνια ήταν σκληρά. Η δουλειά της στην πόλη μόλις και μετά βίας επέτρεπε την εξ αποστάσεως εργασία, αλλά εκείνη είχε πιέσει για να το κάνει να συμβεί. Τα Σαββατοκύριακα τα περνούσε στον ξενώνα του ετοιμόρροπου σπιτιού, περιθάλποντας έναν άντρα που μετά βίας θυμόταν να την ευχαριστήσει.