Ο χρόνος περνούσε αποσπασματικά. Δεκαπέντε λεπτά. Τριάντα. Μια ώρα. Η ελπίδα άρχισε να εξαντλείται. Κάποιος μουρμούρισε για το φως που σβήνει. Κάποιος άλλος σκόνταψε και έβρισε κάτω από την αναπνοή του. Όσο πιο βαθιά πήγαιναν, τόσο η ένταση μεγάλωνε. Η Λίζα την ένιωσε σαν πίεση στο στήθος της.
Καθώς ο ήλιος έπεφτε χαμηλότερα, οι σκιές βάθαιναν. Η Λίζα σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της. Τα γόνατά της πονούσαν. Η καρδιά της χτυπούσε έναν ξέφρενο ρυθμό στο λαιμό της. Αρνήθηκε να κλάψει – όχι ακόμα. Όχι μπροστά σε αυτούς τους ανθρώπους. Αλλά το βάρος της άγνοιας ήταν αφόρητο.